σωματοτροφεῖον

σωματοτροφεῖον
σωμᾰτοτροφεῖον, τό,
A a place where slaves are kept, slave-depot, D.S. 34.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σωματοτροφείον — τὸ, Α χώρος όπου έτρωγαν δούλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφεῖον] …   Dictionary of Greek

  • σωματοτροφεῖα — σωματοτροφεῖον a place where slaves are kept neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοτροφείων — σωματοτροφεῖον a place where slaves are kept neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”